3 Μαΐ 2010

Πολύβιος Μαρσάν- Μια σύντομη ανθρώπινη και καλλιτεχνική σκιαγραφία της Ελένης Παπαδάκη (2001)

Μια σύντομη ανθρώπινη και καλλιτεχνική σκιαγραφία της Ελένης Παπαδάκη

Αναμφισβήτητα η Ελένη Παπαδάκη ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός και ιδιόρρυθμος, πολύπλοκος και δύσκολος, με τρομερά ανεβοκατεβάσματα στην ψυχική της διάθεση. Μια φύση σαν τη δική της, την πολύπλευρα χαρισματική και υπερευεαίσθητη, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Αγχώδης και συχνά απείθαρχη, βασανιζόταν πολλές φορές χωρίς να υπάρχει εξωτερική αιτία, υπέφερε από την δίψα που ένιωθε να κατακτήσει το φευγαλέο απόλυτο, προπάντων στη δουλειά της: Αυτή ήταν η αδυναμία της, η αρρώστια της. Άν δεν είχε αυτή την πνευματική απληστία και την επαγγελματική τελειομανία, θα είχε ίσως γνωρίσει την ευτυχία.
Είχε και πολλές νευρικότητες, ανυπομονησίες και παραξενιές. Όμως στις δύσκολες στιγμες, στις κρίσιμες ώρες, είχε μια περίεργη γαλήνη, μια πνευματική διαύγεια, έναν αυτοέλεγχο, που της επέτρεπε να αυτοκυριαρχείται. Καμία απαίτηση, καμία παραξενιά και γκρίνια, παρά μια απόλυτη εξισορρόπηση του κατα τ'άλλα τρικυμισμένου εσωτερικού κόσμου της.
Ήταν εκλεκτή μέσα στους εκλεκτούς, η grande damme, η 'μεγάλη κυρία' , με την έννοια των Γάλλων. Κι όμως παιδί μέσα στην ψυχή της, γεμάτη ευαισθησίες και τρυφερότητα. Εκεί που ένιωθε σαν παιδί, και γελούσε με κάποιο μίκυ-μάους του Ντίσνεϋ, εκεί περνούσε στάδια μεγάλης πτώσης και μελαγχολίας, όταν αναρωτιόταν, ύστερα από κάθε δημιουργία της άν πέτυχε, όταν την τυραννούσαν ακόμη και σκέψεις αυτοκτονίας.
Λάτρευε το Ωραίο. Συχνά έλεγε: ''Ο άνθρωπος πρέπει να είναι άξιος του προορισμού του. Ο καλλιτέχνης πρέπει να δημιουργεί ομορφιά μέσα στη ζωή, όπως προσπαθεί να τη δημιουργήσει πάνω στη σκηνή.''. Της ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με την ασχήμια και τη φτήνια που συναντούσε καθημερινά γύρω της. Σ'ένα σημείωμά της, γραμμένο στα γερμανικά, αντικαθρεφτίζεται ζωηρά η απαισιοδοξία της και η επιθυμία φυγής της, απο ένα ανάξιο γι'αυτήν περιβάλλον:

''Κοιμήσου, κοιμήσου για πάντα. Φύγε μακριά απ'αυτόν τον φρικτό κόσμο. Τίποτα πια να μη βλέπεις, τίποτα πια ν'ακούς. Όλα είναι τόσο ατέλειωτα άσχημα και πρόστυχα. 9 Νοεμβρίου '38.''

Αυτή η έντονη μελαγχολία της, που την παρακολουθούσε από τα παιδικά της χρόνια, καθρεφτιζόταν στα μάτια της, ακόμη και όταν γελούσε.
Είχε ανεπτυγμένη ατομικότητα, τελείως προσωπικό γούστο, δική της αντίληψη της αισθητικής. Δυνατή προσωπικότητα, ανεξάρτητη, αποφασιστική, ριψοκίνδυνη, γενναία, γινόταν δειλή με ανθρώπους που αγαπούσε και για τους οποίους ενδιαφερόταν. Τα προτερήματά της αυτά δεν μπορούσε πάντα να τα αξιοποιήσει, μιας και της έλλειπε η απαιτούμενη μαχητικότητα, γιατί ήταν άνθρωπος ήπιος και όχι εκδηλωτικός. Κι όμως, έκρυβε μέσα της ένα δυναμισμό, μια θέληση, στη φορά κι ένα πείσμα, που διαγραφόταν στο καλογραμμένο, δυνατό και ευκίνητο πηγούνι της, στη μεγάλη της μύτη και στο καλοσχεδιασμένο στόμα, που μερικές φορές το σφίξιμο των των χειλιών της, της έδιναν την έκφραση της αποφασιστικότητας.
Ένας ψηλός λαιμός στήριζε το κεφάλι με το χλωμό της πρόσωπο, όπου κυριαρχούσαν δύο αξέχαστα ζωντανά μεγάλα μάτια. Και σήμερα τα θυμάται η Μαρία Αλκαίου: ''Είχε τεράστια μάτια..τα μάτια της Ελένης ήταν τόσα.. όλο το μούτρο της, μάτια! Της έλεγα όταν ήταν μικρή και γέλαγε,'Τα μάτια σου μοιάζουν σαν μάτια σαγανάκι αυγό! Κι εκείνη γέλαγε και ξαναρωτούσε, Πώς είνα τα μάτια μου;...Και γέλαγε πολύ..''
Ασφαλώς δεν ήταν ωραία με την στενά κλασσική έννοια της λέξης. 'Αλλά ήταν πιο πολύ από όμορφη, ήταν εκφραστική', όπως έλεγε ο Αντωνάκης Φωκάς. Και η Μπούμπα Παπαληγούρα-Κορυζή, γειτόνισσά της, χρόνια στα Πατήσια, το επικυρώνει: 'Δεν ήταν ωραία με την έννοια της καλλονής. Όμως άσχημη δεν θα΄λεγε κανείς ποτέ οτι είναι. Ούτε και πως δεν είναι ωραία. Είχε ένα charme,μια χάρη απίθανη, μια εσωτερικότητα και μια λάμψη. Μια ανεπανάληπτη προσωπικότητα με γοητεία ακατανίκητη.'
[.....]

Έμεινε σ'όλη της τη ζωή ο συνεσταλμένος πνευματικός άνθρωπος. Σπάνια πήγαινε για φωτογράφηση, όπως έκαμαν οι περισσότερες πρωταγωνίστριες, και οι φωτογράφοι κυριολεκτικά την κυνηγούσαν να πάει στο ατελιέ τους. Δεν ήταν φωτογενής. Ίσως γιατί η φωτογραφία συγκρατεί μια στιγμιαία στατική εξωτερίκευση της φυσιογνωμίας, που στην περίπτωση της Ελένης, άλλαζε αναπάντεχα. Ίσως και γι'αυτό δεν έδειχνε καμμιά επιθυμία να συγκεντρώνει φωτογραφίες της και να κρατά προσωπικό αρχείο. Ουτε χάριζε συχνά αυτόγραφά της. Ό,τι γραφόταν στον τύπο για εκείνη, κριτικές, άρθρα, συνεντεύξεις, δεν τα μάζευε συστηματικά. Κι άν δεν υπήρχαν οι δικοί της να τα διαφυλάξουν, η ίδια δεν θα είχε σχεδόν τίποτα δικό της.
Η σιλουέτα της, λεπτή και σβέλτη, με αρμονικές, αργές, αριστοκρατικές κινήσεις και λυγερό παράστημα. Στο πέρασμά της αναδυόταν το διακριτικό άρωμα κάποιου ακριβού σαπουνιού ή η ευωδιά ελάτου, που χρησιμοποιούσε σαν αφρόλουτρο. Τα βαριά αρώματα τα χρησιμοποιούσε μοναχά πάνω στη σκηνή και ανάλογα τον ρόλο της.
Το ντύσιμό της διακρινόταν πάντα από την απλότητά του, συνήθως σπόρ, πολύ περιποιημένη πάντα και κομψή, με φαντασία, αλλά δίχως τίποτα το εξεζητημένο και χτυπητό. Κοσμήματα δεν φορούσε σχεδόν ποτέ, εκτός από μια σειρά μαργαριτάρια στο λαιμό, που τ'αγαπούσε πολύ, κι ένα φαρδύ πλατινένιο δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο, που μετά το χαμό της, το φορούσε σχεδόν πάντα η Τεό, η νύφη της.
''Ένα δεν είχε ωραίο.. τις γάμπες της'' θυμάται η Μαρία Αλκαίου. ''Σαν ξύλο, και μεγάλα πόδια. Θυμάμαι τον Δενδραμή, που είχε χιούμορ και που εκείνη τον αγαπούσε πολύ, που της έλεγε, 'Τα παπούτσια σου είναι σαν μνηματάκια μικρού παιδιού!' Και γέλαγε η Ελένη, και με την φωνή της που ανεβοκατέβαινε τόσο ωραία, του έλεγε, 'Ά,τι μου λέει.. τι μου λέει!''
[.....]

Γιατί,και η Ελένη ήταν γνωστή για το χιούμορ της, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε να γίνεται και καυστικό. Σε γράμματά της που έχω δεί, όταν ήταν στα κέφια της, διέκρινε κανείς έναν λεπτό, πηγαίο και απολαυστικό τρόπο να παρεμβάλει την αίσθησή της αυτή.
Σε κέντρα και σε ταβερνάκια, όπως συνηθίζεται σήμερα, με παρέα συναδέλφων της, την έβλεπε κανείς σπανιότατα, δεν ήταν το είδος που την ευχαριστούσε. Γι'αυτό κάποιοι άνθρωποι την χαρακτήριζαν ακατάδεκτη και σνόμπ.
Κι όμως, τελείως αντίθετη η Ελένη: ένας ζεστός άνθρωπος και φίλος, για όσους την γνώριζαν καλά. Αλλά ζούσε σ'ένα δικό της κόσμο.
Ιδιοσυγκρασία πνευματικότατη, ίσως η πιο πνευματική μέσα στο νεοελληνικό θέατρο, προτιμούσε να διαβάζει μένοντας σπίτι της. Τραβούσε το μοναχικό δρόμο των ξεχωριστών υπάρξεων, περιμένοντας οι άλλοι να την καταλάβουν, μην μπορώντας η ίδια να βγεί από την τροχιά, που την τοποθέτησε η μοίρα των εκλεκτών.
Γι'αυτό αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από την καλλιτχενική οικογένεια που την περιστοίχιζε -αλλά και γι'αυτό ξύπνησε πολλές αντιπάθειες, και μίση ακόμα σε ορισμένους, που δεν καταλάβαιναν το ανθρώπινο και καλλιτεχνικό της ποιόν.
Με την αλάνθαστη έμφυτη διαίσθησή της, και παρ'όλο που κατα βάθος δεν πίστευε στην ανθρώπινη κακία, παρέμεινε δύσπιστη γενικά στις σχέσεις της. Δεν φανέρωνε εύκολα την σκέψη και την ψυχή της, για τους πολλούς ήταν συγκρατημένη. Δύσκολα συμπαθούσε πραγματικά, ίσως να φοβόταν τους ανθρώπους λίγο. [...]
Παρ'όλο που έκαμε δύσκολα φιλίες, ήταν καλή και ευγενική με όλους, πρόθυμη ν'ακούσει και να βοηθήσει, αν περνούσε από το χέρι της, ένας θησαυρός ανεκτίμητος για εκείνους που κέρδιζαν την εμπιστοσύνη και εκτίμησή της, την συμπάθεια και τη φιλία της. ''Δεν έκαμε πολλές παρέες.'' θυμάται η Μαρία Αλκαίου. ''ήταν λίγο απόμακρη. Με όλους είχε καλές σχέσεις, αλλά όχι κολλητές.''
[....]

Με τον ανθρώπινο χαρακτήρα της έφερε νέα ήθη και έθιμα στην δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα των παρασκηνίων. Όταν ζητούσε κάτι από την αμπιγιέζ της, απο τον κομμωτή ή τον καφετζή του θεάτρου, είχε πάντα ένα 'παρακαλώ' και 'ευχαριστώ' στα χείλη. Η Βάσω Μανωλίδου θυμόταν τα εξής: ''Ευγενέστατη ώς την υπερβολή κυρία. Όταν ήθελε να ζητήσει κάτι θα απευθυνόταν με το 'παρακαλώ'. Με εξαίρεση τα πρόσωπα με τα οποία είχε στενή γνωριμία, όλους τους άλλους τους προσφωνούσε με το 'κύριε'. Κύριε Φελίτση,πχ, όταν απευθυνόταν στον υποβολέα του Εθνικού.. Κι ενώ τον ''μπάρμπα-Μάρκο'', τον θυρωρό της εισόδου καλλιτεχνών τον λέγαμε όλοι ''μπαρμπα-Μάρκο'', η Ελενη Παπαδάκη του απευθυνόταν με το ''κύριε μπαρμπα-Μάρκο!''
[.....]

Όμως μη φανταστεί κανείς την Ελένη Παπαδάκη με ένα φωτοστέφανο γύρω από το νεανικό της κεφάλι. Να την δεί κανείς σωστά, σαν έναν άνθρωπο τρομερά ζωντανό, με μαγνητική προσωπικότητα, όπως ήταν στη σκηνή, μια σωστή γυναίκα και γόησσα, που ο Γιάννης Σιδέρης είχε πεί τόσο χαρακτηριστικά όμορφα γι'αυτήν: ''.. Λυγερό ανάστημα, ωραία μορφή, χαριτωμένη κι ευγενική κίνηση και μαζί και κομψότητα. Ήταν ένα θήλυ πάνω στη σκηνή και κάτω, γοητευτικό. Και όταν γελούσε, μπορούσε κανείς να δεί πραγματοποιημένο αυτό που λένε τα παραμύθια για τις πεντάμορφες: πέφτανε τα ρόδα στην ποδιά της.''
Μια κοπέλα σωστά χειραφετημένη και απελευθερωμένη από τα πρώτα της νιάτα, ελκυστική, που χαιρόταν τις ομορφιές του έρωτα, αλλά με μιαν αφάνταστη εκλεκτικότητα στις σχέσεις της τις πιο προσωπικές. Έξυπνη και πνευματώδης, πολύ ''θηλυκό'', με περίσσια κοκεταρία και φιλαρέσκεια, αλλά που όλα τα επισφράγιζε μια βαθιά πνευματικότητα και που όλα στηρίζονταν σε μια εσώτερη σοβαρότητα και ακεραιότητα. Η ευθύτητα της και η ειλικρίνειά της, άγγιζαν συχνά τη σκληρότητα. Τίμια κι αληθινή απέναντι στον εαυτο της, στην αποστολή της, και τους συνανθρώπους της.
Ήταν μια φύση θερμή, ερωτική, ''ζουμερή'' όπως μου την χαρακτήρισε η Ολυμπία Παπαδούκα, καθώς οι περισσότεροι γεννημένοι στον αστερισμό του Σκορπιού. Αγαπούσε το θέατρο και την αγάπη, σαν έννοια. Η αγάπη έπαιξε μεγάλο ρόλο όχι μόνο στην ιδιωτική της ζωή, αλλά και στην καλλιτεχνική της απόδοση. Αγαπούσε βαθειά και με αφοσίωση, και άφηνε να κατευθύνεται από το πρόσωπο που αγαπούσε και μόνο απ'αυτό, δίχως να την μέλλει για τον υπόλοιπο κόσμο. Αγάπησε λίγους, αλλά ολοκληρωτικά.

Της άρεσε να φλερτάρει και την τραβούσαν οι νέοι, όμορφοι και καλοφτιαγμένοι άνδρες. Έλεγε: 'Τον άνδρα τον βλέπω με βαθειά εκτίμηση, καμαρώνω την θετικότητα και την πρακτική του σκέψη. Τον βλέπω οδηγό της κοινωνίας, στήριγμα της γυναίκας, πατέρα παιδιών.'' Αλλά και μια γυναίκα μπορούσε να την σαγηνεύσει, να την ενθουσιάσει: ''Την γυναίκα την θαυμάζω, ο άνδρας είναι το θεμέλιο, η γυναίκα το στολίδι, η ομορφιά, η πνοή. Θα ήταν ο κόσμος έρημος χωρίς αυτήν.''
Και θα συμπλήρωνε τις σκέψεις της για την αγάπη: ''Τίποτα δεν πλησιάζει τον άνθρωπο περισσότερο στον Θεό, όσον η αγάπη. Μόνον αυτή υπάρχει στη ζωή,είναι διάχυτη παντού, και μόνον γι'αυτή υφίσταται ο κόσμος. Είναι μια φωτιά που δεν καίει, που δεν καταναλίσκει εκείνον που την έχει, αλλά τον εξαγνίζει και τον κάνει ωραιότερο. Δεν θ'άξιζε να ζήσει κανείς δίχως αγάπη στη ζωή.''
[......]

Η μεγάλη της αγάπη στάθηκε σ'όλη της τη ζωή το διάβασμα, και καλύτερο δώρο γι'αυτήν δεν υπήρχε από ένα καλό βιβλίο. Μ'ένα βιβλίο ξυπνούσε και μ'ένα βιβλίο κοιμόταν. Ποτέ σχεδόν δεν έφευγε από το σπίτι της χωρίς ένα βιβλίο, που τη συνόδευε στο τράμ, στο ταξί, στο κομμωτήριο, στον οδοντίατρο, στο εστιατόριο, περιμένοντας να την σερβίρουν, στο καμαρίνι της, στα ταξίδια της, στην ακρογιαλιά. Περνούσε ώρες στα βιβλιοπωλεία ψάχνοντας και διαλέγοντας με πολλή γνώση τα καλύτερα βιβλία. Συνήθως σχετικά με το θέατρο, τέχνη και μουσική, αλλά και ιστορικές βιογραφίες, όπως διάσημων γυναικών, που μερικες απ'αυτές είχαν συμπτωματικά τραγικό τέλος! Γεγονός που έπεσε στην αντίληψη του καλού της φίλου Γιώργου Γληνού, γνωστού για τα καυστικά του πειράγματα, ο οποίος της έλεγε να προσέχει μήπως κι εκείνη έχει το ίδιο τέλος μ'αυτές!
[.....]


http://www.authorway.com/SMF/gallery/3_08_03_08_5_16_18.jpg

2 σχόλια:

ΑΝΩΝΥΜΟΣ είπε...

Το πόσο καλός της φίλος υπήρξε ο Γλυνός φάνηκε από την στάση του στην γενική συνέλευση του σεη. Αν έχεις τέτοιους φίλους τι να του κάνεις τους εχθρούς.

ΑΝΩΝΥΜΟΣ είπε...

Τόσο καυστικός ο Γλυνός ώστε φρόντισε η Παπαδάκη να χει και η ίδια τέτοιο τέλος.

Δημοσίευση σχολίου